- σουφραζέτα
- η(λ. γαλλ.), γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμα της ψήφου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουφραζέτα — και σωφραζέτα, η, Ν 1. (παλαιότερα στην Αγγλία) γυναίκα που διεκδικούσε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες 2. (γενικά) φεμινίστρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. suffragette < suffrage «ψήφος» (< λατ. suffragium)] … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek